- συνικνεῖσθαι
- συνικνέομαιreach quitepres inf mp (attic epic)συνικνέομαιreach quitepres inf mp (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνικνούμαι — έομαι, Α 1. φθάνω, εκτείνομαι («ὥστε τὸ οὐράνιον ὕδωρ συνικνεῑσθαι πρὸς τὸ ἐν αὐτῇ», Θεόφρ.) 2. παρουσιάζω ενδιαφέρον («τῶν συμβαινόντων τῶν μὲν μᾱλλον συνικνουμένων τῶν δὲ ἧττον», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἱκνοῦμαι «έρχομαι, φτάνω»] … Dictionary of Greek